Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὖ τε καὶ καλῶς

См. также в других словарях:

  • κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω …   Dictionary of Greek

  • Nicomachean Ethics — Part of a series on Aristotle …   Wikipedia

  • ILLAE Res — apud Amob. adv. Gentes l. 3. ubi de Principe, Circumferentem res illas: Lucretio Veneris res dicuntur de Rer. Nat. l. 1. v. 556. l. 3. v. 771. et l. 5. v. 845. Nec patuêre cupitum aetatis tangere florem; Nec reperire cibum; net iungi per Veneris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HONESTI — apud Liv. l. 23. c. 35. Liber voloni sese exaequari sineret. Omnet satis honestos generososque ducerent, quibus arma sua Populus Romanus commisisset. Aliter Honeste geniti, qpud eund l. 26. c. 2. Cn. Fulvium Quiritium Rom. exercitum, honeste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σφηκώ — όω, Α [σφήξ, ηκός] 1. δένω στερεά, συσφίγγω («καὶ τὸν αὐχένα μικρὸν ἐπικλίνας τό τε ὅλον σῶμα σφηκώσας», Ηλιόδ.) 2. δένω γύρω γύρω σφιχτά 3. στηρίζω καλά, στερεώνω 4. κλείνω καλά («αἱ θυρίδες ἀνεώγνυντο εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι ἔνδοθεν», Αριστείδ …   Dictionary of Greek

  • εύζυμος — εὔζυμος, ον (ΑΜ) ο καλά ζυμωμένος («εὔζυμός τε καὶ καλῶς ὠπτημένος ὁ ἄρτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά ζυμος] …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»